- οξυακετυλενικός
- -ή, -όχημ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μίγμα οξυγόνου και ακετυλενίου2. φρ. «οξυακετυλενική φλόγα»τεχνολ. φλόγα που παράγεται από ειδική διάταξη ακετυλίνης και οξυγόνου και χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις μετάλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxyacetylene (< οξ(υ)-* + ακετυλένιο*)].
Dictionary of Greek. 2013.